Category Archives: Κείμενα

Στιγμές στην πόλη

01. Θεσσαλονίκη, Δυτικά. Μπαίνω σε ταρίφα, να με πετάξει κέντρο. Κλασσική μούρη, λαϊκά τέρμα, το ταξί να μυρίζει σπέρμα.
   Λίγο μετά, μαζεύουμε απ' το δρόμο μια πενηντάρα. Βαμμένο ξανθό μαλλί, γούνα αξίας άγνωστης, η μυρωδιά στον χώρο αλλάζει. Βαρύ άρωμα, γλυκανάλατο, κάπως αηδιαστικό.
   Κάπου στην διαδρομή, σταματάμε σε φανάρι. Λίγο πιο δίπλα, κάποιοι σύντροφοι κολλάνε αφίσες -δεν θυμάμαι για ποιο θέμα.
   “Τους βλέπεις τους αλήτες!” (η κυράτσα) “το κάνουν για να τους καίνε καλύτερα” (άγνωστο με ποιό τρόπο η αφίσα κάνει τον κάδο πιο εύφλεκτο, αλλά κάτι θα' ξερε παραπάνω).
   Συνεχίζει σε μορφή μονολόγου, αφού ο ταρίφας αρκέστηκε σε μερικά “μμμ” και “χμμμ”. Αρχίζει να μιλάει για τον δεκέμβρη, για τους αλήτες, για τις πορείες, και φτάνει και στην κρίση.
   “Ποιά κρίση μας λένε? Ποιά φτώχεια? Εγώ δεν την βλέπω. Εγώ όπου πάω, βλέπω κόσμο να ψωνίζει!” – και πετάει παραδειγματικά μια σειρά από καταστήματα όπου το φτηνότερο εμπόρευμά τους κοστίζει όσο τρία φυσιολογικά μηνιάτικα – “και το καζίνο, όλη μέρα γεμάτο είναι”.
   Ο μονόλογος συνεχίζει κάπως έτσι, σταματάω να παρακολουθώ, σκέφτομαι τι διάολο θα μπορούσα να της κάνω χωρίς να με κατεβάσει κάτω ο ταρίφας.
   Έτσι είναι κυρά μου. Απ' την στιγμή που η Τάξη σου (με κεφαλαίο ταυ παρακαλώ) έχει ακόμα τα φράγκα της να αγοράζει γούνες και να τα τρώει στο καζίνο, σημαίνει πως ο κόσμος πάει καλά, ε?
   Εμ, θα έρθει και ο καιρός σας. Υπομονή…

02. Απογευματάκι στην Κασσάνδρου, ψάχνω στα σκουπίδια να βρω κάτι ενδιαφέρον για το σπίτι. Είναι εντυπωσιακό πόσα πράγματα πετάνε οι άνθρωποι… Βρίσκω, λοιπόν, έναν σωρό από μικροπράγματα, πεταμένα απ' το σπίτι κάποιας γιαγιάς που προφανώς μας άφησε χρόνους και οι συγγενείς δεν κάθησαν να ασχοληθούν και πολύ με την σαβούρα της. Ανάμεσα σε όλα τα κιτς μπιχλιμπίδια, βρίσκω μια υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία – σε σκαλιστό κάδρο παρακαλώ – που δείχνει μια οικογένεια εποχής. Ξέρετε, από αυτές με τους κυρίους με τα καπελάκια και τα παιδάκια με τα παπιγιόν. Σοβαροί – σοβαροί όλοι τους, στημένοι σαν αγάλματα.
   Εδώ να κάνω μια παρένθεση, για να ομολογήσω πως είμαι από εκείνους τους χλεχλέδες που γεμίζουν το σπίτι τους με παλιά, σκονισμένα αντικείμενα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αιτιολογήσω ικανοποιητικά αυτό το φετίχ, υποθέτω απλά πως έχει να κάνει με κάποιο οικογενειακό κατάλοιπο, μια που αντίστοιχο πάθος είχαν και οι δικοί μου…
   Παίρνω λοιπόν τον θυσαυρό μου και τον κορνιζάρω φάτσα κάρτα δίπλα από το κρεβάτι μου. Και φαντάζομαι από μέσα μου πόσες ιστορίες κρύβει αυτή η φωτογραφία, από πόσα χέρια θα έχει περάσει, τι να απέγιναν άραγε οι εικονιζόμενοι και όλα τα σχετικά που σε πιάνουν όταν πέφτει κάτι τέτοιο στα χέρια σου.
   Ως εδώ όλα καλά…
   Μερικούς μήνες μετά που λέτε, ψάχνω στο google για κάτι αντίστοιχο να βάλω σε ένα κείμενο. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχα πληκτρολογήσει, “1920 photos” ή κάτι αντίστοιχο, πάντως μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν μέσα στις πρώτες σκάει μύτη και η δική μου.
   Με λίγο ψάξιμο, ανακαλύπτω πως είναι απλά καρτ ποστάλ, ίσως ούτε καν αυθεντική, αλλά στημένη σε ύφος εποχής. Μια απ' αυτές που πουλάνε σε κωλομάγαζα τύπου Ρεζέρβα. Και συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά, πως δεν υπάρχει τίποτα πια σ' αυτόν τον γαμημένο κόσμο που να μην είναι φτιαχτό και εμπόρευμα! – ούτε καν οι αναμνήσεις μας…
   Τώρα, πως βρέθηκε αυτή η μαλακία στο σπίτι της γιαγιάς, δεν ξέρω να σας πω. Δεν θέλω να υποθέσω καν. Για την ιστορία πάντως, η φωτογραφία στέκεται ακόμα δίπλα απ' το κρεβάτι μου. Αλλά έχει χάσει πολλή απ' την γοητεία της…
 
03. Θεσσαλονίκη, ξανά. Πλατεία ναυαρίνου. Οι δημοτόμπατσοι μόλις έχουν περάσει και έχουν μαζέψει έναν μικροπωλητή που αράζει μπροστά απ' το βιβλιοπωλείο “Κεντρί”. Έχω μπει να ψάξω για ένα βιβλίο, και ακούω την τύπισα από το διπλανό μαγαζάκι – με χάντρες και λοιπά ethnic μικρομπαρμπαδάκια – να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους γύρω.
   “Καιρός ήτανε”, ακούω που λέτε. “Πρέπει άμα είναι να τους μαζέψουν όλους σε ένα μέρος, να πουλάνε εκεί την πραμάτεια τους, να μην μας κλέβουν κι εμάς την πελατεία. Όποιος θέλει κινέζικες μαλακίες, να πάει εκεί να τις πάρει”. Κάπου εκεί με πιάνουν τα διαόλια μου και βγαίνω να την ρωτήσω κατ' αρχήν πως γίνεται κάποιος που πουλάει πίνακες να κλέβει πελατεία από ένα μαγαζί με χάντρες. Ακολουθεί ένας αρκετά μακρύς και έντονος διάλογος, με επιχειρήματα τύπου “έτσι όπως αράδιαζε τα πράγματά του έκλεινε τον δρόμο μπροστά από το μαγαζί μου” ή: “έτσι όπως καθόταν με ανοιχτά τα πόδια απέναντί μου έβλεπα τα πάντα (μιλάμε για σόκιν καταστάσεις)” ή: (το καλύτερο όλων) “δεν φορούσε παπούτσια και άπλωνε τα βρωμοπόδια του μπροστά μου”. Και φυσικά, αν εξηγούσες πως όλα αυτά ακούγονται κάπως (ας πούμε) ρατσιστικά, ξεκινούσε το τροπάρι “εγώ τους αγαπάω τους μαύρους, ποιός είσαι εσύ που θα με πεις και ρατσίστρια, εσύ που με τα λεφτά του μπαμπά έρχεσαι να μου την πεις εμένα που δουλεύω εδώ όλη μέρα για να μου κλέβει την δουλειά αυτός ο μαύρος”. Από ένα σημείο και μετά φυσικά παραιτήθηκα, αφού έριξα τις πρέπουσες χριστοπαναγίες. 
   Έτσι, μικρομαγαζάτορες. Αυτό είναι το σωστό… Σας έχει χτυπήσει η κρίση στο κόκαλο και αντί να βγείτε να φάτε τους μεγάλους, ξεσπάτε στους μικρότερους, στο εύκολο θύμα. Ο μικροπωλητής που πουλάει πίνακες στον δρόμο για να βγάλει τρεις κι εξήντα σας φταίει. Αυτός που ρίσκαρε την ζωή του για να έρθει στην “παραδεισένια ελλάδα” και να ακούει τις μαλακίες σας, σας φταίει που δεν έχει δουλειά το μαγαζάκι σας. Αυτός που η φαμίλια και οι φίλοι του παίζει να σαπίζουν τώρα κάπου στον πάτο του αιγαίου, σας φταίει που δεν ντύνεται σωστά μπροστά σας. Η κυράτσα παραπάνω έχει τουλάχιστον συνείδηση του που ανήκει: στους βολεμένους αυτού του κόσμου.
   Εσείς έχετε ξεχάσει που ανήκετε… και μακάρι κάποτε να θυμηθείτε.
 
[Τεύχος #01]
 

Ιστορίες των απο τα ΚΑΤΩ…

Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Παλιό ρητό, μα πάντοτε επίκαιρο…
Κατασκευάζουν μεθοδικά ένα παρελθόν ασφαλές. Περιστρέφουν το βλέμμα μας γύρω από προσωπικότητες μεγάλες και τρανές, αυτούς που “άλλαξαν τον ρου της ιστορίας”. Πλάθουν φανταστικούς εχθρούς ανάμεσα στους λαούς. Σχηματίζουν μια εξέλιξη γραμμική, της οποίας η ευτυχής κατάληξη δεν μπορεί παρά να είναι το σήμερα…
Αποκρύπτουν ότι η εξέλιξη του ανθρώπου είναι μια σταθερή, ορμητική πορεία προς την ελευθερία!
Μαζί με τον άνθρωπο, γεννήθηκε και η εξουσία. Μαζί με την εξουσία, γεννήθηκε και η άρνηση της.
Σε κάθε τόπο και σε κάθε χρόνο, υπήρξαν κάποιοι που πολέμησαν όχι για κάποιο έθνος ή κάποια φυλή, για έναν βασιλιά ή μια κυβέρνηση, μα για την αυτονομία και την ελευθερία.
Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία, αναζητάμε τις στιγμές εκείνες. Όχι με κάποια ακαδημαϊκή διάθεση έρευνας, μήτε σαν νοσταλγική αναπόληση, μα γιατί μέσα τους βλέπουμε μια εικόνα απ' το μέλλον…


Εξέγερση των Χωρικών (1381)


   30 χρόνια έχουν περάσει από το τέλος της επιδημίας του “Μαύρου Θανάτου” που θέρισε την Ευρώπη. 30% με 60% του πληθυσμού της Ευρώπης έχει χαθεί. Όσοι επέζησαν από την πανούκλα, νιώθουν ότι έχουν την θεϊκή εύνοια.
   Οι άρχοντες, βλέποντας το εργατικό δυναμικό τους να μειώνεται απελπιστικά, αρχίζουν να κάνουν παραχωρήσεις – αυξάνουν τους μισθούς και για πρώτη φορά επιτρέπουν στους αγρότες να μετακινούνται μεταξύ των φεούδων, αναζητώντας τον καλύτερο εργοδότη…μια πρώτη γεύση της ελεύθερης αγοράς. Το φεουδαρχικό σύστημα αρχίζει να τρίζει…και οι αγρότες αρχίζουν να γεύονται το προνόμιο της ελευθερίας. Το 1351 όμως, αφού η πανούκλα έχει κάνει το πέρασμά της, ο Εδουάρδος ο Γ' θα περάσει το “καταστατικό των εργατών” όπου θα περιορίσει τα παραπάνω προνόμια. Η κρίση είχε περάσει, επιστροφή στην ομαλότητα…
    Στο μεταξύ, ο εκατονταετής πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας συνεχιζόταν. Απελπισμένοι οι άγγλοι χωρικοί θα αναγκαστούν – με τον “κατά κεφαλή φόρο” – για τρίτη φορά να πληρώσουν τα σπασμένα για μια διαμάχη που δεν τους αφορά.
   Ο δεκατετράχρονος βασιλιάς Ριχάρδος ο Β' δεν εμπνέει κανέναν σεβασμό, αφού η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας διεφθαρμένης, μισητής για τον λαό τριάδας: του αντιβασιλέα Ιωάννη του Gaunt , του Simon Sudbury, αρχιεπισκόπου του Canterbury, και του βασιλικού φοροεισπράκτορα Sir Robert Hales.
   Αφού εξέτασαν τα έσοδα του 1380, το συμβούλιο αποφάνθηκε πως δεν είναι ικανοποιητικά, και ο Ιωάννης έστειλε ξανά τους φοροεισπράκτορές του για να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό για τα έξοδα του πολέμου.
   Στις 30 Μαΐου του 1381, ο Thomas Bampton φτάνει στο Fobbing του Essex για να συγκεντρώσει για μια ακόμη φορά χρήματα από τα γύρω χωριά. Οι ως τότε νομοταγείς κάτοικοι συνειδητοποιούν έκπληκτοι πως πρέπει να πληρώσουν για δεύτερη φορά τον μισητό φόρο, και μάλιστα να καλύψουν και το κενό όσων είχαν διαφύγει από την πρώτη! Ήταν η σπίθα που ξεκίνησε την φωτιά…
   Ο Thomas Bampton φεύγει κυνηγημένος, ενώ την ίδια μοίρα θα έχει ο δικαστής Sir Robert Belknap, που στάλθηκε λίγο αργότερα με μια μικρή δύναμη στρατού να ηρεμήσει τα πνεύματα. Η εξέγερση δεν αργεί να εξαπλωθεί, αρχικά στο Essex, αργότερα σε όλη την Αγγλία. Τα σπίτια των γαιοκτημόνων καίγονται και οι ευγενείς που συλλαμβάνονται απ' το εξαγριωμένο πλήθος θανατώνονται ή αναγκάζονται να κάνουν τις πιο εξευτελιστικές εργασίες.
   Τον Ιούνιο, μια στρατιά εξεγερμένων από το Kent, υπό την αρχηγία του βετεράνου μισθοφόρου Essex, αργότερα σε όλη την Αγγλία. Τα σπίτια των γαιοκτημόνων καίγονται και οι ευγενείς που συλλαμβάνονται απ' το εξαγριωμένο πλήθος θανατώνονται ή εξαναγκάζονται να κάνουν τις πιο εξευτελιστικές εργασίες.
   Τον Ιούνιο, μια στρατιά εξεγερμένων από το Kent, υπό την αρχηγία του βετεράνου μισθοφόρου  Wat Tyler, ενώνονται με τους αγρότες του Essex και βαδίζουν προς την πόλη του Λονδίνου. Ο αποστάτης ιερέας John Ball, τον οποίον μόλις είχαν απελευθερώσει, βγάζει έναν πύρινο λόγο μπροστά σε ένα πλήθος 60.000 αντρών.


   «Αν όλοι μας καταγόμαστε από τον Αδάμ και την Εύα, τότε από που κι ως
που οι άρχοντες είναι περισσότερο άρχοντες από εμάς; Απ' την αρχή των πάντων, όλοι οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν όμοιοι,και η σκλαβιά μας γεννήθηκε απ' την άδικη ιδιοκτησία διεφθαρμένων αντρών. Αν ο θεός ήθελε αυτή την αδικία εξ’ αρχής, θα είχε ορίσει ποιός θα είναι ο αφέντης και ποιός ο δούλος. Και ως εκ τούτου, σας προτρέπω να συλλογιστείτε πως η ώρα έχει έρθει, δοσμένη σε εμάς από τον θεό,
να πετάξουμε τον ζυγό της δουλείας και να επανακτήσουμε την ελευθερία μας!»


   Στις 13 του Ιούνη κάτοικοι του Λονδίνου τους ανοίγουν τις πύλες και η στρατιά των εξεγερμένων ενώνεται με τους φτωχούς της πόλης. Τα αρχοντικά καίγονται και λεηλατούνται ενώ φροντίζουν να καταστρέψουν και τα μητρώα των φόρων. Ο Wat Tyler καταφέρνει να συγκρατήσει το οργισμένο πλήθος για να αποφευχθούν οι ακρότητες. Παρ' όλα αυτά, ο αρχιεπίσκοπος Simon Sudbury και ο Sir Robert Hales που βρίσκονται κρυμμένοι στον πύργο του Λονδίνου, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες.
   Την επόμενη μέρα, ο βασιλιάς Ριχάρδος συμφωνεί να συναντηθεί με τους εξεγερμένους στο Mile End, έξω απ' το Λονδίνο. Οι δύο πλευρές συμφωνούν. Ο Wat Tyler προβάλλει τα αιτήματά τους: να καταργηθεί ο “κατά κεφαλή φόρος”, να μειωθούν τα ενοίκια της γης, να δοθεί χάρη σε όλους τους εξεγερμένους και να δοθούν νομικές χάρτες σε όλους τους χωρικούς που να επικυρώνουν τα προνόμια και τα δικαιώματά τους. Ο βασιλιάς συμφωνεί και το μεγαλύτερο μέρος των εξεγερμένων επιστρέφει σπίτι του.
   Ένας σκληρός πυρήνας όμως, μένει πίσω και απαιτεί δεύτερη συνάντηση με τον βασιλιά, προβάλλοντας κι άλλα αιτήματα. Στη συνάντηση αυτή ο Wat Tyler δείχνει ασέβεια: αρνείται να ξεκαβαλικέψει απ' το άλογό του μπροστά στον Ριχάρδο, ενώ έφτυσε μπροστά στα πόδια του. Ο δήμαρχος του Λονδίνου William Walworth, εξαγριωμένος, του επιτίθεται και τον τραυματίζει, ενώ ένας ιππότης τον αποτελειώνει.   
   Εκμεταλλευόμενος το σάστισμα του πλήθους, ο βασιλιάς κινείται προς το μέρος τους φωνάζοντας πως όλα τα αιτήματα τους θα υλοποιηθούν και πως μπορούν να επιστρέψουν στην γη τους…
   Τις επόμενες ημέρες, ακολουθεί η εκδίκηση του βασιλιά. Στρατεύματα απ' όλη την χώρα καταφτάνουν στο Essex και το Kent. 2000 αγρότες απαγχονίζονται, δίχως δίκη, ενώ διώκονται όλοι όσοι στην κατοχή τους βρεθεί μια χάρτα.
   Στις 15 Ιουλίου, το κουφάρι του John Ball κρέμεται στην αγορά, ως παραδειγματισμό σε όποιον αμφισβητήσει ξανά την εξουσία.
   Παρ' όλα αυτά, η ομαλότητα είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση και η εξουσία δεν μπορούσε να το παραβλέψει. Οι άρχοντες είχαν τρομάξει και φερόντουσαν με μεγαλύτερο σεβασμό στους υπηκόους τους. οι φόροι ελέγχονταν με μεγαλύτερη προσοχή για να αποφευχθούν κερδοσκοπίες εκ μέρους των γαιοκτημόνων ενώ ο “κατά κεφαλή φόρος” δεν τέθηκε ποτέ ξανά σε εφαρμογή.
   Αν και φαινομενικά άδοξη, η κατάληξη αυτών των τριών ταραγμένων μηνών θυμίζει πως ακόμα και στα σκληρά και σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, υπήρξαν κάποιοι που αμφισβήτησαν το υπάρχον και βάδισαν εναντίον του, για την γέννηση μιας ζωής πιο ελεύθερης και ωραίας…

Wat Tyler led the people in 1381
To meet the king at Smithfield and issue this demand:
That Winchester's should be the only law across the land
The law of old King Alfred's time, of free and honest men.
 
Because the people then they understood what we have since forgot:
That a government will only work for its own benefit
And I'd rather stand up naked against the elements alone
Than give the hollow men the right to enter in my home

When they raise their hands up our lives to possess
To know our souls, to drag us down, we'll resist.
Stand up Sons of Liberty and fight for what you own
Stand up Sons of Liberty and fight, fight for your homes.


So if ever a man should ask you for your business or your name
Tell him to go and fuck himself, tell his friends to do the same.
Because a man who'd trade his liberty for a safe and dreamless sleep
Doesn't deserve the both of them, and neither shall he keep.


(Frank Turner – Sons of liberty)

[Τεύχος #01]