Έλα από το παράθυρο

Το έκλεισα βέβαια γιατί έμπαινε κρύο και τρίζανε τα δόντια μου.

Τακ-τακ0τακ0τακ-τακ-τα-α-κ-00τακτακ—0—τακ τακ-τακ

Έκανα διάφορα μπιτ και ρυθμούς καθώς κοίταζα ποντίκια-ασφαλιστές. Ξεπηδάγανε από τις τρύπες στο ταβάνι με ιστούς και μπέρτες. Σούπερ ήρωες βζιιιιιιιιιιιιιιιίίίννν………. Στο δωμάτιο πετάγανε.
Και το κάνανε άνω κάτω ρίχνοντας τα έπιπλα. Τα έδιωχνα με την γλώσσα. Και τα γρονθοκοπούσα.

 
Φύλαγα τις αποδείξεις και έδινα τα κοινόχρηστα και το νοίκι πάντα στην ώρα τους. Κάθε φορά που πήγαινα στον ιδιοκτήτη του έλεγα για το πρόβλημα.
 
Με τα ιπτάμενα ποντίκια ασφαλιστές σούπερ ανακατώστρες ήρωες. Αυτός μου πρότεινε να πάρω φάκες με πριγκίπισσες και δράκους απ’ έξω.
Εγώ όμως αρνιόμουν πάντα λόγω της επιθυμίας που είχα από μικρός.

Να ήμουν γυναίκα αχ και να ήμουν γυναίκα.

Όταν η κοπέλα μου λείπει από το σπίτι φοράω τα εσώρουχά της και κόβω βόλτες στο σπίτι και τα τρωκτικά με κοροϊδεύουν.

Έτσι σκέφτομαι πως αν είχα και εγώ αιδοίο δε θα ήθελα να με βάλουν σε φάκα επειδή κάποιος μαλάκας έχει τρύπες στο ταβάνι του σπιτιού του και θέλει να πιάσει τα ποντίκια που τυχαίνει να είναι και ήρωες…
 
[Κείμενο: "Καλά (ορέστη)"Τεύχος #01]

 

Είχε μορφή γυναίκας…

Στήθη, καμπύλες, μαλλιά.. Όλα γυναικεία..

Ντύσου να φύγουμε, δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας…
Ο δρόμος είναι μακρύς και εγώ νιώθω κάπως εξαντλημένος…
Σκεφτόμουν βλέπεις.
Σκεφτόμουν όλο το βράδυ.

Να σου πω τι μ’ απασχολεί;

Πόσο μπορεί να κρατήσει ένας σπάγκος όταν του ασκείται δύναμη μεγαλύτερη από 100 newton;

Αν λάβεις υπόψη την σχέση:
1Ν = 1 x (kg . m) / s2

εξάγεται το εξής συμπέρασμα:

Οι ώρες του σπάγκου είναι μετρημένες.

 
[Τεύχος #01]

Στιγμές στην πόλη

01. Θεσσαλονίκη, Δυτικά. Μπαίνω σε ταρίφα, να με πετάξει κέντρο. Κλασσική μούρη, λαϊκά τέρμα, το ταξί να μυρίζει σπέρμα.
   Λίγο μετά, μαζεύουμε απ' το δρόμο μια πενηντάρα. Βαμμένο ξανθό μαλλί, γούνα αξίας άγνωστης, η μυρωδιά στον χώρο αλλάζει. Βαρύ άρωμα, γλυκανάλατο, κάπως αηδιαστικό.
   Κάπου στην διαδρομή, σταματάμε σε φανάρι. Λίγο πιο δίπλα, κάποιοι σύντροφοι κολλάνε αφίσες -δεν θυμάμαι για ποιο θέμα.
   “Τους βλέπεις τους αλήτες!” (η κυράτσα) “το κάνουν για να τους καίνε καλύτερα” (άγνωστο με ποιό τρόπο η αφίσα κάνει τον κάδο πιο εύφλεκτο, αλλά κάτι θα' ξερε παραπάνω).
   Συνεχίζει σε μορφή μονολόγου, αφού ο ταρίφας αρκέστηκε σε μερικά “μμμ” και “χμμμ”. Αρχίζει να μιλάει για τον δεκέμβρη, για τους αλήτες, για τις πορείες, και φτάνει και στην κρίση.
   “Ποιά κρίση μας λένε? Ποιά φτώχεια? Εγώ δεν την βλέπω. Εγώ όπου πάω, βλέπω κόσμο να ψωνίζει!” – και πετάει παραδειγματικά μια σειρά από καταστήματα όπου το φτηνότερο εμπόρευμά τους κοστίζει όσο τρία φυσιολογικά μηνιάτικα – “και το καζίνο, όλη μέρα γεμάτο είναι”.
   Ο μονόλογος συνεχίζει κάπως έτσι, σταματάω να παρακολουθώ, σκέφτομαι τι διάολο θα μπορούσα να της κάνω χωρίς να με κατεβάσει κάτω ο ταρίφας.
   Έτσι είναι κυρά μου. Απ' την στιγμή που η Τάξη σου (με κεφαλαίο ταυ παρακαλώ) έχει ακόμα τα φράγκα της να αγοράζει γούνες και να τα τρώει στο καζίνο, σημαίνει πως ο κόσμος πάει καλά, ε?
   Εμ, θα έρθει και ο καιρός σας. Υπομονή…

02. Απογευματάκι στην Κασσάνδρου, ψάχνω στα σκουπίδια να βρω κάτι ενδιαφέρον για το σπίτι. Είναι εντυπωσιακό πόσα πράγματα πετάνε οι άνθρωποι… Βρίσκω, λοιπόν, έναν σωρό από μικροπράγματα, πεταμένα απ' το σπίτι κάποιας γιαγιάς που προφανώς μας άφησε χρόνους και οι συγγενείς δεν κάθησαν να ασχοληθούν και πολύ με την σαβούρα της. Ανάμεσα σε όλα τα κιτς μπιχλιμπίδια, βρίσκω μια υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία – σε σκαλιστό κάδρο παρακαλώ – που δείχνει μια οικογένεια εποχής. Ξέρετε, από αυτές με τους κυρίους με τα καπελάκια και τα παιδάκια με τα παπιγιόν. Σοβαροί – σοβαροί όλοι τους, στημένοι σαν αγάλματα.
   Εδώ να κάνω μια παρένθεση, για να ομολογήσω πως είμαι από εκείνους τους χλεχλέδες που γεμίζουν το σπίτι τους με παλιά, σκονισμένα αντικείμενα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αιτιολογήσω ικανοποιητικά αυτό το φετίχ, υποθέτω απλά πως έχει να κάνει με κάποιο οικογενειακό κατάλοιπο, μια που αντίστοιχο πάθος είχαν και οι δικοί μου…
   Παίρνω λοιπόν τον θυσαυρό μου και τον κορνιζάρω φάτσα κάρτα δίπλα από το κρεβάτι μου. Και φαντάζομαι από μέσα μου πόσες ιστορίες κρύβει αυτή η φωτογραφία, από πόσα χέρια θα έχει περάσει, τι να απέγιναν άραγε οι εικονιζόμενοι και όλα τα σχετικά που σε πιάνουν όταν πέφτει κάτι τέτοιο στα χέρια σου.
   Ως εδώ όλα καλά…
   Μερικούς μήνες μετά που λέτε, ψάχνω στο google για κάτι αντίστοιχο να βάλω σε ένα κείμενο. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχα πληκτρολογήσει, “1920 photos” ή κάτι αντίστοιχο, πάντως μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν μέσα στις πρώτες σκάει μύτη και η δική μου.
   Με λίγο ψάξιμο, ανακαλύπτω πως είναι απλά καρτ ποστάλ, ίσως ούτε καν αυθεντική, αλλά στημένη σε ύφος εποχής. Μια απ' αυτές που πουλάνε σε κωλομάγαζα τύπου Ρεζέρβα. Και συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά, πως δεν υπάρχει τίποτα πια σ' αυτόν τον γαμημένο κόσμο που να μην είναι φτιαχτό και εμπόρευμα! – ούτε καν οι αναμνήσεις μας…
   Τώρα, πως βρέθηκε αυτή η μαλακία στο σπίτι της γιαγιάς, δεν ξέρω να σας πω. Δεν θέλω να υποθέσω καν. Για την ιστορία πάντως, η φωτογραφία στέκεται ακόμα δίπλα απ' το κρεβάτι μου. Αλλά έχει χάσει πολλή απ' την γοητεία της…
 
03. Θεσσαλονίκη, ξανά. Πλατεία ναυαρίνου. Οι δημοτόμπατσοι μόλις έχουν περάσει και έχουν μαζέψει έναν μικροπωλητή που αράζει μπροστά απ' το βιβλιοπωλείο “Κεντρί”. Έχω μπει να ψάξω για ένα βιβλίο, και ακούω την τύπισα από το διπλανό μαγαζάκι – με χάντρες και λοιπά ethnic μικρομπαρμπαδάκια – να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους γύρω.
   “Καιρός ήτανε”, ακούω που λέτε. “Πρέπει άμα είναι να τους μαζέψουν όλους σε ένα μέρος, να πουλάνε εκεί την πραμάτεια τους, να μην μας κλέβουν κι εμάς την πελατεία. Όποιος θέλει κινέζικες μαλακίες, να πάει εκεί να τις πάρει”. Κάπου εκεί με πιάνουν τα διαόλια μου και βγαίνω να την ρωτήσω κατ' αρχήν πως γίνεται κάποιος που πουλάει πίνακες να κλέβει πελατεία από ένα μαγαζί με χάντρες. Ακολουθεί ένας αρκετά μακρύς και έντονος διάλογος, με επιχειρήματα τύπου “έτσι όπως αράδιαζε τα πράγματά του έκλεινε τον δρόμο μπροστά από το μαγαζί μου” ή: “έτσι όπως καθόταν με ανοιχτά τα πόδια απέναντί μου έβλεπα τα πάντα (μιλάμε για σόκιν καταστάσεις)” ή: (το καλύτερο όλων) “δεν φορούσε παπούτσια και άπλωνε τα βρωμοπόδια του μπροστά μου”. Και φυσικά, αν εξηγούσες πως όλα αυτά ακούγονται κάπως (ας πούμε) ρατσιστικά, ξεκινούσε το τροπάρι “εγώ τους αγαπάω τους μαύρους, ποιός είσαι εσύ που θα με πεις και ρατσίστρια, εσύ που με τα λεφτά του μπαμπά έρχεσαι να μου την πεις εμένα που δουλεύω εδώ όλη μέρα για να μου κλέβει την δουλειά αυτός ο μαύρος”. Από ένα σημείο και μετά φυσικά παραιτήθηκα, αφού έριξα τις πρέπουσες χριστοπαναγίες. 
   Έτσι, μικρομαγαζάτορες. Αυτό είναι το σωστό… Σας έχει χτυπήσει η κρίση στο κόκαλο και αντί να βγείτε να φάτε τους μεγάλους, ξεσπάτε στους μικρότερους, στο εύκολο θύμα. Ο μικροπωλητής που πουλάει πίνακες στον δρόμο για να βγάλει τρεις κι εξήντα σας φταίει. Αυτός που ρίσκαρε την ζωή του για να έρθει στην “παραδεισένια ελλάδα” και να ακούει τις μαλακίες σας, σας φταίει που δεν έχει δουλειά το μαγαζάκι σας. Αυτός που η φαμίλια και οι φίλοι του παίζει να σαπίζουν τώρα κάπου στον πάτο του αιγαίου, σας φταίει που δεν ντύνεται σωστά μπροστά σας. Η κυράτσα παραπάνω έχει τουλάχιστον συνείδηση του που ανήκει: στους βολεμένους αυτού του κόσμου.
   Εσείς έχετε ξεχάσει που ανήκετε… και μακάρι κάποτε να θυμηθείτε.
 
[Τεύχος #01]
 

Ανέραστοι Αστοί

Aγοράζετε δαντελωτά εσώρουχα,
μεταξωτά σεντόνια
λιπαντικά,
κορδελάκια,
πολύχρωμα προφυλακτικά
Eφαρμόζετε όλες τις στάσεις στο σεξ
όλες τις συμβουλές της ψυχολόγου στη σχέση σας…

Mονογαμιέστε
Ψωνίζετε ερωτισμό και
ξεπουλάτε τις αισθήσεις σας σε
ακριβά αρώματα και ψεύτες κορσέδες…

Ενώ εγώ κοιμάμαι γυμνή και ιδρωμένη
σε ένα στρώμα χάμω που το γεμίζουμε
όλοι εμείς μαζί εραστές.

 

[Κείμενο: "Τσαλαπετεινός" Τεύχος #01]
 

Η Κρεαταγορά

Βγήκα και πάλι ψες στην κρεαταγορά
Χυμώδη κορμιά εκτίθεντο στα τσιγκέλια
Ο αέρας κι η μουσική αναδείκνυαν τα κάλλη τους
Που αισθησιακά κουνιούνταν στο ρυθμό

Μια εκδοχή του Πάνα φθηνή και αγοραία
Που βρίσκεται στα πλούσια εμπορικά κέντρα
Κι αγοράζεται με πιστωτική σε τιμή ευκαιρίας
Τους δίδασκε κινήσεις λάγνες κι ερωτικές

Μέθη αγοράσαμε με τ’ αδέρφια μου τους λύκους
Κι ευχαριστηθήκαμε φιλία και μπανιστήρι
Φτήνια πολυτελή ωραίων γυναικείων κορμιών
Μας περιέβαλλε σαν κουρτίνα αραχνοΰφαντη

Κεκρυμμένη συνουσία παντού εφώλιαζε
Με πέπλο ενοχής από θρησκευτικούς φραγμούς
Κι όλο τα κρέατα λικνίζονταν με χάρη
Στους ρυθμούς της αγοραίας μουσικής

Στήθη κι οπίσθια μπρος πίσω πήγαιναν
Και σαρδόνια βλέμματα μας κάρφωναν εδώ κι εκεί
Κι όλοι σαν πρόβατα τη μέθη τη φτηνή αγόραζαν
Κι όλοι σαν χοίροι χυδαία κοιτούσαν γύρω

Η κρεαταγορά ξημέρωμα έκλεισε
Κι η αληθινή Αφροδίτη ντροπιασμένη έφυγε
Αλλού του έρωτα την αλήθεια να διδάξει
Γιατί ανθρώπους παθιασμένους δε βρήκε στο χασάπη.

 
[Κείμενο: "Rat Poison", Εικονογράφηση: "30fillos" Τεύχος #01]
 

Εθνικότητα μου το χρώμα του ανέμου

Εθνικότητα μου, το χρώμα του ανέμου
Συγγραφέας: Ματεϊ Βίζνιεκ
Κατηγορία: Steal it
Εκδόσεις Ύψιλον

Έχει δεν έχει έναν μήνα από τότε που είδα το “Πλύση Εγκεφάλου”, το ανέβασμα αυτής της συλλογής από φοιτητές της σχολής θεάτρου. Ακόμη ανατριχιάζω στην ανάμνηση κάποιων σκηνών…

Έντεκα μονόπρακτα, που διαδραματίζονται σε έναν εφιαλτικά παράλογο κόσμο – που όμως κάτι μας θυμίζει. Με σκληρή γλώσσα και εξαιρετικό κυνισμό, ο Ρουμάνος συγγραφέας μας παρασέρνει σε ένα σοκαριστικό ταξίδι.

Ο φρουρός: Εθνικότης?”

Η γυναίκα: Δεν έχω πια εθνικότητα. Εθνικότητα μου είναι αυτό το παιδί που κουβαλάω στην αγκαλιά μου. Εθνικότητα μου είναι η γη. Εθνικότητα μου είναι ο ουρανός με τ' άστρα πάνω από το κεφάλι μου. Εθνικότητα μου είναι τα πουλιά που πετάνε πάνω από τα σύνορα. Θέλω να έχω την ίδια εθνικότητα με τα πουλιά που πετάνε πάνω από τα σύνορα. Θέλω να έχω την ίδια εθνικότητα με τα σύννεφα που κάνουν βόλτες πάνω από τη γη. Εθνικότητα μου είναι ο άνεμος. Θέλω να έχω τα ίδια δικαιώματα με τον άνεμο, με τα πουλιά, με τ' αστέρια του ουρανού. Η μωρωδιά από τις ανθισμένες φλαμουριές…τη νιώθετε? Θέλω να έχω την ίδια εθνικότητα με τις φλαμουριές. Βλέπετε αυτό το ωραίο ηλιοβασίλεμα? Θέλω να έχω την ίδια εθνικότητα με το ηλιοβασίλεμα. Τα ίδια δικαιώματα με τις εποχές του χρόνου…Τα ίδια δικαιώματα με τη χειμερινή ισημερία, με την εαρινή ισημερία…ΝΑ! Ήρθε το χιόνι…Ε…τόσον καιρό που περιμένω στα σύνορα…με πρόλαβε ο χιονιάς. Δεν είναι όμορφες οι νιφάδες του χιονιού? Θέλω να έχω την αξιοπρέπεια των νιφάδων του χιονιού. Να μου αναγνωρίσουν αυτή την αξιοπρέπεια. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Μόνο την αξιοπρέπεια των νιφάδων του χιονιού. Να μου δώσουν το δικαίωμα να είμαι αξιοπρεπής, όπως οι νιφάδες του χιονιού.”

[Τεύχος #01]

Στα μέρη που ζω

Στα μέρη που ζω δεν υπάρχουν θεοί
Πατρίδες ανθρώπων, ανθρώποι πατρίδων
Δεν υπάρχει ψυχή, παρά μόνο εγώ
Εγώ ο ακτήμονας ταξιδευτής
 
Φορές-φορές σε είδα και σένα
Που έπλεες μόνος με ένα δισάκι
Γεμάτο πράγματα ανείπωτα, νέα
Πράγματα που ως τότε δεν είπε κανείς

Σε είδα, θαρρώ, σ’ ένα λόφο
Χορτάρι απάτητο εκεί, κι εσύ
Με τις ιδέες, κι άλλος κανείς
Να σου κηρύξει όσα λες, λαθραία

Κι όσα έλεγες, φως- σκοτάδι οι πράξεις
Μα μου είπες πως μόλις βραδιάσει
Υπάρχει ελπίδα, γιατί και οι δυο
Το ξέρουμε, πως σε λίγο φωτίζει

Κι όταν φωτίσει, μου είπες, θαρρώ
Εκεί είναι νέα ζωή, νέος κόσμος
«φαντάσου» μου είπες, «τη γη αυτή
να μην την νιώθαμε μόνο εμείς»

«Είδες ποτέ σου αυγής μεσημέρι;
Είδες πρωί δίχως βράδυ ποτέ;
Το φως πάντα έρχεται από σκοτάδι
Αιώνες ο ήλιος σε τούτη η γη»

«Και συ», σε ρωτάω,» «τι κάνεις εκεί;
Εκεί ψηλά που όψη δεν φτάνει;»

«Τραβάω τον ήλιο να έρθεί στη γη,
μήπως και ζήσω να δω το φεγγάρι»
 
 
[Κείμενο: "Σχεδ-Ών'"Τεύχος #01]
 

Η επανάσταση του κύριου Γιεγκόρ

Έρχονται κάποτε στιγμές που οποιοσδήποτε κάτοικος μιας μεγάλης πόλης θα νοσταλγήσει απολαύσεις πιο απλές. Στιγμές που η μεγαλύτερη επιθυμία του θα 'ναι απλώς να μυρίσει βρεγμένο χώμα και την οσμή καμένου ξύλου από τις καμινάδες. Εκείνες τις στιγμές θυμάται ακόμη και τις εικόνες του θύμιζαν τα σχήματα των δέντρων του χωριού του, και τα σύννεφα στον ουρανό του κάμπου. Κάτι τέτοιες ώρες, θα παρατούσε την καλοπληρωμένη καθιστική δουλειά του χωρίς πολλή σκέψη, για να γίνει ξυλοκόπος σε ένα απομονωμένο όρος.

Ο κύριος Γιεγκόρ δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δε ζούσε μονάχα αυτές τις στιγμές αμφισβήτησης και νοσταλγίας. Όλη του η ζωή ήταν εμποτισμένη από τέτοιες σκέψεις: όταν τον ξυπνούσε το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ακύρωνε νυσταγμένος το εισιτήριο στο λεωφορείο, όταν στρογγυλοκάθονταν στη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου του, κάπου στο κέντρο της Μόσχας. Όπως επίσης και όταν ξαναξυπνούσε από το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ξαναακύρωνε το εισιτήριο του, όταν ξανακαθόταν στη δερμάτινη καρέκλα του, ξανά και ξανά.

Ήθελε λοιπόν να γίνει ξυλοκόπος η αγρότης; Να αλλάξει ζωή και να εγκατασταθεί στην ύπαιθρό, στο χωριό των γονιών του; Να τα παρατήσει όλα και να σηκωθεί να φύγει; Ήθελε τουλάχιστον λίγες μέρες διακοπές; Ναι, ήθελε. Γιατί δε το 'κανε λοιπόν;

Η απάντηση ήταν καλά κρυμμένη. Βρισκόταν βαθιά χωμένη στο συρτάρι του, στην πιο σκοτεινή γωνιά του, μέσα σ' ένα ξύλινο σκαλιστό κουτάκι. Κάθε φορά που ο ήλιος έδυε, την ώρα που τα ηλεκτρικά φώτα των δρόμων άναβαν κάνοντας το υγρό και παγωμένο τσιμέντο να γυαλίζει, ο κύριος Γιεγκόρ άνοιγε το κουτάκι. Μέσα, λαγοκοιμόταν η Νατάσσα. Πριν δεκαετίες, ο Γιεγκόρ την είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό. Δεν ήταν θαλάσσια χελώνα, βλέπετε, αλλά μονάχα ένα απλό, μπρούτζινο χελωνάκι. Προτού ακόμη γίνουν αχώριστοι, η Νατάσσα (έχοντας ένα μεγάλο ανοιχτό καβούκι, από το οποίο έλειπε το πάνω μέρος) ασκούσε καθήκοντα σταχτοδοχείου κάπου στο σαλόνι. Κανείς βέβαια δε κάπνιζε: Η οικογένεια του κυρίου Γιεγκόρ είχε αρχές, ήταν υγιής και πειθαρχημένη. Έτσι η Νατάσσα καθόταν ήσυχη πάνω στο τραπέζι εξυπηρετώντας που και που κανέναν επισκέπτη που κάπνιζε, Όπως και να 'χει οι παλιές αυτές ιστορίες δεν έχουν πια νόημα. Όταν ο Γιεγκόρ έμεινε πια μόνος του στο πατρικό του, τα πράγματα άλλάξαν.

Σημασία έχει πως η Νατάσσα ήταν τώρα ο καλύτερος (και μάλλον ο μοναδικός) φίλος του. Τα βράδια μιλούσαν μαζί κι η Νατάσσα φρόντιζε να τον παρηγορεί, να τον εμψυχώνει, και συχνά να του δίνει σημαντικές συμβουλές, ακόμα και επαγγελματικής φύσης. Από τότε που πέθανε η γριά μητέρα του, αυτή ήταν το μόνο του στήριγμα.

«Πολύ ωραία!» τον επιβράβευε η Νατάσσα κάθε βράδυ. «Πολύ καλά τα πήγες και σήμερα! Άλλη μια δύσκολη μέρα τέλειωσε, Γιεγκόρ. Γιατί δε παίρνεις μια κρύα σόδα απ' το ψυγείο; Σε λίγο αρχίζει το αγαπημένο σου πρόγραμμα στην τηλεόραση. Υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από τη χαλάρωση μετά τη δουλειά;»

«Δίκιο έχεις…» της έλεγε ο Γιεγκόρ σχεδόν υπνωτισμένος και πήγαινε να πάρει τη σόδα του.

***

«Σε θαυμάζω», του έλεγε ένα βράδυ. «Θαυμάζω πως καταφέρνεις και τα βγάζεις πέρα. Έχεις πραγματικά καταφέρει πολλά. Η δουλειά σου πάει περίφημα, ο τραπεζικός σου λογαριασμός γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος. Είσαι ασφαλής Γιεγκόρ

«Ασφαλής…»

«Ασφαλής και υγιής. Μεγάλη υπόθεση, ειδικά στις μέρες μας που είναι γεμάτες κινδύνους.»

«Ίσως», έκανε ο Γιεγκόρ και αναστέναξε. Κοίταξε για λίγο αόριστα έξω από το παράθυρο, στον γεμάτο σκιές δρόμο όπου λίγος κόσμος κυκλοφορούσε πια τέτοια ώρα. «Πλησιάζουν οι γιορτές», συνέχισε μετά κάπως διστακτικά. «Σκέφτομαι να φύγω λίγο από την πόλη. Να ξεσκάσω. Τι θα 'λεγες να σε πάρω μαζί μου;» Χαμογέλασε.

«Πως; Να φύγεις; Όχι, όχι, Γιεγκόρ. Δε θα 'σαι ασφαλής πια αν φύγεις. Οι αλλαγές πάντοτε κρύβουν κινδύνους. Όπως και τα ταξίδια. Μπορείς κι εδώ να ξεκουραστείς και θα 'σαι μια χαρά.»

Το πρόσωπο του Γιεγκόρ σκυθρώπιασε σαν την άκουγε.

«Μα δεν είναι το ίδιο, Νατάσσα. Δεν έχεις πεθυμήσει τον ουρανό; Τα δέντρα; Το ρυάκι του χωριού; Χρόνια έχω να τα δω. Θα μπορούσαμε να μείνουμε στον γερο-Μπόρις, τον μικρό αδερφό του παππού. Θυμάσαι το σπίτι του; Εκείνο που ήταν χτισμένο από ξύλο ελάτου.»

«Το να νοσταλγείς πράγματα άχρηστα, είναι ανούσιο, Γιεγκόρ. Δε κάθεσαι καλύτερα στ' αυγά σου λέω 'γω; Αρκετές σκοτούρες έχεις στο κεφάλι σου!»

«Μάλλον έχεις δίκιο…», είπε ο αυτός κάπως απογοητευμένος, και πήγε να γεμίσει ένα ποτηράκι ποτό πριν κοιμηθεί, προσπαθώντας συγχρόνως να πείσει τον εαυτό του ότι η Νατάσσα είχε δίκιο, όπως πάντοτε. Και όντως. Τι τα θέλει τα ταξίδια; Το σπίτι του είναι ζεστό και άνετο, θα μπορούσε να ξεκουραστεί εδώ τις γιορτές, βυθισμένος στην ακριβή του πολυθρόνα διαβάζοντας κάποιο βιβλίο με το τζάκι να τον ζεσταίνει.

Άνοιξε το ντουλάπι που φυλούσε τα ποτά και άδραξε το μπουκάλι του κονιάκ.

«Θυμήσου, Γιεγκόρ! Μόνο ένα ποτηράκι!» τσίριξε υστερικά η Νατάσσα μέσα από το κλειστό συρτάρι, όταν τον κατάλαβε. «Μόνο ένα!»

Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το μυαλό του πως ώρες ώρες η Νατάσσα ήταν μαζί του λίγο καταπιεστική. Όμως όχι, θα ήταν τουλάχιστον αχάριστο να σκέφτεται έτσι. Οι εύστοχες συμβουλές της ήταν αυτές που του χάριζαν πάντοτε ασφάλεια και επιτυχία, κι αυτό δε μπορούσε να το παραβλέψει. Δεν ήθελε ούτε να φαντάζεται πως θα καταντούσε χωρίς αυτήν. Ήπιε γρήγορα το ποτό του προσπαθώντας να διώξει τις μπερδεμένες σκέψεις του. Έπειτα, χαμογέλασε στον εαυτό του (το έκανε πάντα πριν πλαγιάσει) και ξεκίνησε για το τέλεια στρωμένο κρεβάτι του.

Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε ανήσυχα και στριφογύριζε συνεχώς μπερδεύοντας τα παπλώματα. Άκουσε ήχους μέσα στο σκοτεινό του σπίτι. Τους άκουγε συχνά. Πότε ήταν ένα πιάτο που μετακινούταν απότομα με μια κλαγγή καθώς δεν ήταν καλά στοιβαγμένο, πότε η μισόκλειστη πόρτα της τουαλέτας που έτριζε. Αυτοί ήταν ήχοι που υποδήλωναν προβλήματα, που έδειχναν ότι δεν επικρατούσε παντού η απόλυτη τάξη, όπως θα έπρεπε. Επισήμαιναν πως κάτι έπρεπε να διορθωθεί. Κι επίσης, επιβεβαίωναν την αρχή της εντροπίας του σύμπαντος. Γι' αυτό και στον Γιεγκόρ δεν άρεζαν καθόλου οι ήχοι. Πίστευε πως η σιωπή είναι χρυσός, κι αυτός ίσως ήταν ο λόγος που δεν άκουγε ποτέ του μουσική.

Όμως κάποιες φορές υπήρχαν κι άλλοι ήχοι. Απροσδιόριστοι, αμυδροί. Λες και κάτι ζωντανό μετακινείται, σέρνεται σιγανά και ύπουλα. Τέτοιους ήχους θα προκαλούσε ένας λωποδύτης που έψαχνε το σπίτι περπατώντας στις μύτες, προσπαθώντας να μη ξυπνήσει το νοικοκύρη. Ακούγοντας κάτι τέτοιο, ο κύριος Γιεγκόρ θα καθόταν ακίνητος στο κρεβάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα, καρφωμένα στη χαραμάδα της πόρτας. Η ακοή του, θα ήταν σε τέτοια εγρήγορση, που θα μπορούσε να συλλάβει ακόμα και τον ψίθυρο του ίδιου του σκοταδιού που κυμάτιζε γιατί κάποιος κινήθηκε μέσα του. Τέτοιους ήχους άκουσε και τη νύχτα εκείνη. Και είδε πράματα παράξενα, που δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ή όχι όνειρα.

Αφουγκραζόταν προσεκτικά όταν άκουσε τελικά το σκοτάδι να σαλεύει. Κάτι κουνιόταν, κάτι ανέπνεε μέσα στο σπίτι του. Πρόσεξε αυτό το κάτι να γυαλίζει έξω από το δωμάτιό του, στο μισόφωτο του σαλονιού. Ταξίδευε αργά και προσεκτικά πάνω στο χαλί. Και πλησίαζε. Λίγες στιγμές μετά άκουγε τους σιγανούς μεταλλικούς θορύβους των βημάτων του πάνω στα πλακάκια, το είδε να μπαίνει στο υπνοδωμάτιό του. Ήταν η Νατάσσα. Πως στο καλό κατάφερε να βγει από το κουτάκι και το συρτάρι του; Μπορούσε να περπατήσει; Του το έκρυβε αυτό τόσα χρόνια;

Ο Γιεγκόρ κατάλαβε. Του είχε ξανασυμβεί. Ήταν μια περίεργη, παραισθησιακή κατάσταση ημι-ονείρου που βιώνεις ακριβώς τη στιγμή που είσαι έτοιμος να κοιμηθείς αλλά δεν έχεις παραδοθεί ακόμα τελείως στον ύπνο. Αν σηκωνόταν μονάχα, αν έτριβε τα μάτια του και άναβε το φως, θα συνερχόταν. Τόσο απλά.

Αν όμως ήταν όντως η Νατάσσα; Αν είχε όντως έρθει να ελέγξει αν κοιμάται; Τι θα 'λεγε αν τον έβλεπε να ξυπνάει και να περιφέρεται τέτοια ώρα; Θα θύμωνε. Ίσως έπαυε να του μιλάει, όπως είχε γίνει μια φορά και παλιότερα που δεν έβγαζε άχνα για πάνω από μια βδομάδα. Τότε, έναν βαρύ μοσχοβίτικο χειμώνα που ο Γιεγκόρ βγήκε μια βόλτα για να χαρεί το χιονισμένο τοπίο και τελικά άρπαξε ένα βαρύ κρυολόγημα. Η Νατάσσα είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει να βγει έξω στο κρύο, μα αυτός την είχε παρακούσει. Για πρώτη και τελευταία φορά.

Όχι, αποφάσισε πως δε θα σηκώνονταν, θα έκανε τον κοιμισμένο. Σφάλισε τα μάτια του όσο φυσικότερα μπορούσε. Εν τω μεταξύ η Νατάσσα είχε φτάσει δίπλα του. Έριξε μια κλεφτή ματιά ανοίγοντας αμυδρά το δεξί του μάτι και την είδε. Ήταν γιγαντιαία, τουλάχιστο μισό μέτρο ψηλή. Ο λαιμός της είχε μακρύνει αφύσικα, θυμίζοντας μια συνηθισμένη χελώνα που τεντώνεται για να λιαστεί, και το κεφάλι της βρισκόταν ακριβώς πάνω από τα σκεπάσματα. Βλέποντάς τα αυτά, ο άμοιρος ο κύριος Γιεγκόρ κόντεψε να τα χάσει και να προδοθεί. Συγκράτησε με κόπο την έκπληξή του και πάσχισε να ξαναδώσει φυσιολογικό ρυθμό στην αναπνοή του.

Η χελώνα στάθηκε ασάλευτη σαν σιωπηλό άγαλμα από πάνω του για αρκετά λεπτά. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι όλα πήγαιναν καλά, ότι ο αγαπημένος της Γιεγκόρ κοιμόταν ήσυχα όπως θα έπρεπε. Ο Γιεγκόρ ήταν πεπεισμένος πως αν η Νατάσσα είχε μάτια στο κακοφτιαγμένο μπρούτζινο κεφάλι της, αυτά θα ήταν καρφωμένα πάνω του, γιατί κατά κάποιο τρόπο ένιωθε μια υπερφυσική ματιά να τον αγγίζει.

Όταν τελικά η Νατάσσα αποφάσισε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, έστριψε αργά και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Οι μεταλλικοί ήχοι των βημάτων της στο δάπεδο ακούστηκαν ξανά. Περπατούσε με αργά, βαριά βήματα που γινόταν ολοένα γρηγορότερα κι ελαφρύτερα καθώς επέστρεφε σταδιακά στο αρχικό της μέγεθος, που δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα συνηθισμένο σταχτοδοχείο. Σε λίγο ο Γιεγκόρ άκουσε το αμυδρό γλίστρημα του συρταριού που έκλεινε. Έκλεισε κι αυτός τα μάτια του, και προσπάθησε να κοιμηθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ένιωσε σαν ένα μεγάλο, φοβισμένο μωρό. Κι ήθελε τη μαμά του.

***

Η επόμενη μέρα ήταν ψυχρή για απριλιάτικη, μα ηλιόλουστη και καθαρή, ή όσο καθαρή θα μπορούσε να είναι μια μέρα στη Μόσχα. Ο Γιεγκόρ όμως σηκώθηκε άυπνος, με βαρύ κεφάλι, κι έβαλε διπλή δόση καφέ στη κούπα του για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του.

Θυμόταν το συμβάν της νύχτας με κάθε λεπτομέρεια, μα θα προτιμούσε να το ξεχάσει τελείως. Θα μπορούσε επίσης να συνειδητοποιήσει επιτέλους ότι η πράξη αυτή της Νατάσσας ήταν απλώς δείγμα της αγάπης και του ενδιαφέροντός της. Το δεύτερο, εκτός από απολύτως λογικό, του φαινόταν και απείρως πιο εύκολο από το να προσπαθήσει να εξαπατήσει την ίδια του τη μνήμη. Όλα ήταν τελικά τόσο μα τόσο απλά. Η Νατάσσα ήταν φίλη του δεν ήθελε παρά μόνο να τον προστατέψει. Ίσως όταν έκανε ανήσυχο ύπνο και τα σεντόνια γινόταν ένα ιδρωμένο κουβάρι κάπου στα πόδια του, αυτή ερχόταν και τον σκέπαζε. Σ' αυτή τη σκέψη, ο Γιεγκόρ ένιωσε ένα μίγμα ευγνωμοσύνης και τρόμου καθώς έφερε στο μυαλό του την εικόνα της Νατάσσας να τεντώνει το λαιμό της από πάνω του.

Σύρθηκε νυσταγμένος μέχρι το σαλόνι και άφησε τον καφέ στο τραπεζάκι. Το κεφάλι του το ένιωθε γεμάτο σίδερα, που σε κάθε του κίνηση κροτάλιζαν ενοχλητικά. Γύρισε στη κουζίνα και πήρε μια ασπιρίνη. Αποφάσισε να μη πάει στη δουλειά σήμερα. Όχι πως δε μπορούσε να πάει πονοκεφαλιασμένος και άκεφος (κάτι που είχε γίνει πολλές φορές στο παρελθόν) αλλά δεν ήθελε να βασανίσει άλλο τον εαυτό του. Μετά απ' αυτό που έγινε τη νύχτα ήθελε να περάσει λίγη ώρα στην ησυχία, να ηρεμίσει, να σκεφτεί. Πήρε τηλέφωνο στο γραφείο και τα κανόνισε. Παρ' όλα αυτά δεν είπε κουβέντα στη Νατάσσα. Δεν άνοιξε καν το συρτάρι σήμερα για να την καλημερίσει, όπως συνήθιζε. Δεν ήθελε να τη δει, φοβούμενος μήπως αναστατωθεί και χάσει τα λόγια του μπροστά της. Έτσι, την άφησε για την ώρα στο κουτάκι της.

Άναψε το τζάκι, κι αφού το σκάλισε λίγο κι απόλαυσε τη ζεστασιά της φλόγας στο πρόσωπό του, βούλιαξε στην πολυθρόνα. Εκείνη τη στιγμή είχε σχεδόν χάσει κάθε του επιθυμία να ταξιδεύσει στην εξοχή, κάτι που τόσο λαχταρούσε τις προηγούμενες μέρες. Θα μπορούσε να μείνει εδώ χουζουρεύοντας για ώρες. Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα, σκέφτηκε, και άδραξε από συνήθεια το Επαυξημένο Εγχειρίδιο Χρήσης Μηχανολογικού Εξοπλισμού, που έστεκε ογκώδες και απειλητικό παραδίπλα. Μετά θυμήθηκε πως δεν ένιωθε και τόσο καλά για να μελετήσει, κι αρκέστηκε στην ξεκούραση, ρουφώντας που και πού τον καφέ του.

Λίγη ώρα αργότερα έκανε μεγαλύτερη προσπάθεια για να καταπνίξει τα χασμουρητά του, παρά για να σηκώσει τη κούπα του καφέ. Τότε άκουσε τη Νατάσσα να μιλά.

«Γιεγκόρ; Γιεγκόρ είσαι εκεί;»

Δεν της απάντησε. Κανονικά θα 'πρεπε να βρίσκεται στη δουλειά του τέτοια ώρα. Και δεν ενημέρωσε ούτε ζήτησε την άδεια της για να μείνει σπίτι. Σίγουρα θα του έβαζε τις φωνές. Άρχισε να νιώθει άβολα.

«Τι ζαβολιές ετοιμάζεις πάλι, Γιεγκόρ; Μη μου πείς ότι ακόμα δε σηκώθηκες από το κρεβάτι! Η δουλειά σου σε περιμένει!» φώναξε η Νατάσσα.

Ο Γιεγκόρ παρέμεινε σιωπηλός. Ίσως να τα χε και λίγο χαμένα την ώρα εκείνη. Ίσως και να φοβόταν.

Να φοβόταν; Ο Γιεγκόρ τραντάχτηκε ξαφνικά καθώς περνούσε από το μυαλό του αυτή η σκέψη. Φοβόταν; Αυτό ήταν τελικά; Φοβόταν τη Νατάσσα; Αλήθεια τη φοβόταν;

«Δε πρόκειται να κερδίσεις τίποτα έτσι κοπανατζή της συμφοράς.», είπε η χελώνα με κακία. «Ξέρω ότι είσαι εκεί. Σε βλέπω. Πάντα σε έβλεπα και ήξερα ανά πάσα στιγμή που βρίσκεσαι και τι κάνεις. Δε μπορείς να κρυφτείς από μένα. Και σήμερα είδα πως ήσουν άτακτος. Και ξέρεις τι συμβαίνει στα άτακτα παιδιά, Γιεγκόρ

«Τι;» κατάφερε να ψελλίσει μίζερα αυτός. Έτρεμε, κι ήταν έτοιμος να δακρύσει.

«Τιμωρούνται!»

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Γιεγκόρ ήταν να βρει κάποια δικαιολογία. Να της έλεγε πως ήταν άρρωστος ή τον πήρε απλώς ο ύπνος. Όμως κάτι τον έκανε ν' αλλάξει γνώμη. Ίσως και να 'ταν αυτό που συνέβη χθες νύχτα. Κάτι έκανε τον φόβο του να μετατραπεί ολότελα σε θυμό, κι έκανε την παθητικότητά να γίνει επιθετική δύναμη. Τότε συνέβη το ξέσπασμα, η έκρηξη, τότε αποφάσισε να εκδικηθεί για κάθε τιμωρία που του επέβαλαν, για κάθε καταπίεση που ανέχθηκε στη ζωή του. Ο Γιεγκόρ θα έκανε την επανάστασή του. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά, κι ας είχε πατήσει κιόλας τα σαράντα.

Το γραφείο τραντάχτηκε με θόρυβο. «ΓΙΕΓΚΟΡ!» ακούστηκε μακρόσυρτα μέσα από το συρτάρι, με φωνή βροντερή και βαριά λες κι ήταν η φωνή του σατανά όπως ακούγεται στις παλιές ταινίες. Το έπιπλο άρχισε να σείεται, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο βίαια σαν να γινόταν ισχυρός σεισμός. Τα συρτάρια άνοιγαν και ξέρναγαν το περιεχόμενό τους στο πάτωμα. Φασαρία.Χαλασμός!

Ο Γιεγκόρ τινάχτηκε μηχανικά από την πολυθρόνα και όρμησε σα λυσσασμένος στο συρτάρι που βρισκόταν η Νατάσσα, ταχύτατος παρά τη δυσκινησία και το βάρος του. Άρπαξε το κουτάκι της, πριν αυτή προλάβει να βγει, και το κράτησε σφιχτά με τα δυο χέρια. Το γραφείο σταμάτησε να σείεται, έπρεπε όμως τώρα να συγκρατήσει το κουτί που τινάζονταν από δω κι από 'κει μανιασμένα στην αγκαλιά του. Τα γυαλιά του έπεσαν κάπου στο πάτωμα. Το κουτί αγωνιζόταν ν' ανοίξει, μα ο Γιεγκόρ πάσχιζε να το κρατήσει κλειστό, με τον ίδιο ζήλο που θα κρατούσε κλειστό το στόμα ενός πεινασμένου κροκόδειλου. Εν τω μεταξύ η Νατάσσα εκτόξευε απειλές και κατηγορίες.

«Θα τιμωρηθείς Γιεγκόρ! Δεν έχεις το δικαίωμα να συμπεριφέρεσαι έτσι! Και σε ποιον; Σε μένα! Που χάρη σε μένα έγινες ότι έγινες! Αχάριστε! Ανάξιε!»

Ο Γιεγκόρ μέσα στη φούρια του δεν άκουγε τίποτα. Βρίσκοντας ένα σφυρί και μερικά καρφιά χυμένα στο σωρό των αντικειμένων στο πάτωμα, πάτησε κάτω το κουτί και άρχισε να το καρφώνει.

Όταν πια τέλειωσε, η Νατάσσα είχε σιωπήσει. Σήκωσε το κουτί από χάμω λαχανιασμένος και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του.

«Το βουλώσαμε τώρα, διαβολάκο;» είπε με μίσος, και εξέπληξε τον εαυτό του που μπορούσε να κάνει τη χροιά της φωνής του τόσο μοχθηρή. Χωρίς να περιμένει απάντηση, έφτασε στο τζάκι με δυο μεγάλες δρασκελιές και πέταξε το κουτί στις φλόγες. Φόρεσε το πανωφόρι του, άρπαξε την ταξιδιωτική βαλίτσα του, και ανοίγοντας την εξώπορτα για να φύγει από το σπίτι, άκουσε τις επιθανάτιες κραυγές της Νατάσσας που έλιωνε στη φωτιά.

***

Μια ώρα αργότερα στο σιδηροδρομικό σταθμό, κοιτούσε καρτερικά το ρολόι του περιμένοντας στην ουρά για να εκδώσει εισιτήριο για την επαρχία.

«Δέκα και εικοσιοκτώ», του είπε ο Ιβάν, το ρολόι χειρός. Ο Γιεγκόρ δε φάνηκε να εκπλήσσεται ούτε στο ελάχιστο ακούγοντάς το να μιλά. «Ξέρεις Γιεγκόρ, αυτό σημαίνει πως πέρασαν εξηντατέσσερα ολόκληρα λεπτά από τότε που έφυγες από το σπίτι, και έχεις ξεχάσει το τζάκι αναμμένο. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πας αμέσως πίσω και να το σβήσεις. Aν βέβαια δε θες να γίνει κανένα ατύχημα… Κι ύστερα, θα σε συμβούλευα να κάνεις ένα ζεστό, χαλαρωτικό μπάνιο και να πάρεις έναν υπνάκο», πρόσθεσε ο Ιβάν με την περίεργη, υπνωτιστική του φωνή.

[Κείμενο: "Μελδόκιος", Εικονογράφηση: "Βίκτωρας"Τεύχος #01]

Αρρώστια

Κάποτε, ένας Βάχμα εμφανίστηκε έξω από
την Καλορμίνα.
Έντρομοι, οι κάτοικοι της πόλης έστειλαν την φρουρά να τον βρει…
Kανένας φρουρός δεν επέστρεψε.
Την νύχτα, ο Βάχμα μπήκε κρυφά στην πόλη. Πήγε στο παλάτι, έσφαξε όποιον βρήκε μπροστά του ώσπου έφτασε στα διαμερίσματα του Χαλίφη.
Εκεί, σχεδίασε στην πόρτα του το σημάδι του Θανάτου.
Την άλλη μέρα, ένας ταπεινός τσαγκάρης πέθανε…
Αυτό, σημαίνει πως το Χάος ισχύει πάντα.
 
 
[Κείμενο: "Δίσταρος", Εικονογράφηση: "Thrope"Τεύχος #01]
 

Για την αισθητική διάσταση της πολιτικής και την πολιτική διάσταση της αισθητικής