Έρχονται κάποτε στιγμές που οποιοσδήποτε κάτοικος μιας μεγάλης πόλης θα νοσταλγήσει απολαύσεις πιο απλές. Στιγμές που η μεγαλύτερη επιθυμία του θα 'ναι απλώς να μυρίσει βρεγμένο χώμα και την οσμή καμένου ξύλου από τις καμινάδες. Εκείνες τις στιγμές θυμάται ακόμη και τις εικόνες του θύμιζαν τα σχήματα των δέντρων του χωριού του, και τα σύννεφα στον ουρανό του κάμπου. Κάτι τέτοιες ώρες, θα παρατούσε την καλοπληρωμένη καθιστική δουλειά του χωρίς πολλή σκέψη, για να γίνει ξυλοκόπος σε ένα απομονωμένο όρος.
Ο κύριος Γιεγκόρ δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δε ζούσε μονάχα αυτές τις στιγμές αμφισβήτησης και νοσταλγίας. Όλη του η ζωή ήταν εμποτισμένη από τέτοιες σκέψεις: όταν τον ξυπνούσε το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ακύρωνε νυσταγμένος το εισιτήριο στο λεωφορείο, όταν στρογγυλοκάθονταν στη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου του, κάπου στο κέντρο της Μόσχας. Όπως επίσης και όταν ξαναξυπνούσε από το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ξαναακύρωνε το εισιτήριο του, όταν ξανακαθόταν στη δερμάτινη καρέκλα του, ξανά και ξανά.
Ήθελε λοιπόν να γίνει ξυλοκόπος η αγρότης; Να αλλάξει ζωή και να εγκατασταθεί στην ύπαιθρό, στο χωριό των γονιών του; Να τα παρατήσει όλα και να σηκωθεί να φύγει; Ήθελε τουλάχιστον λίγες μέρες διακοπές; Ναι, ήθελε. Γιατί δε το 'κανε λοιπόν;
Η απάντηση ήταν καλά κρυμμένη. Βρισκόταν βαθιά χωμένη στο συρτάρι του, στην πιο σκοτεινή γωνιά του, μέσα σ' ένα ξύλινο σκαλιστό κουτάκι. Κάθε φορά που ο ήλιος έδυε, την ώρα που τα ηλεκτρικά φώτα των δρόμων άναβαν κάνοντας το υγρό και παγωμένο τσιμέντο να γυαλίζει, ο κύριος Γιεγκόρ άνοιγε το κουτάκι. Μέσα, λαγοκοιμόταν η Νατάσσα. Πριν δεκαετίες, ο Γιεγκόρ την είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό. Δεν ήταν θαλάσσια χελώνα, βλέπετε, αλλά μονάχα ένα απλό, μπρούτζινο χελωνάκι. Προτού ακόμη γίνουν αχώριστοι, η Νατάσσα (έχοντας ένα μεγάλο ανοιχτό καβούκι, από το οποίο έλειπε το πάνω μέρος) ασκούσε καθήκοντα σταχτοδοχείου κάπου στο σαλόνι. Κανείς βέβαια δε κάπνιζε: Η οικογένεια του κυρίου Γιεγκόρ είχε αρχές, ήταν υγιής και πειθαρχημένη. Έτσι η Νατάσσα καθόταν ήσυχη πάνω στο τραπέζι εξυπηρετώντας που και που κανέναν επισκέπτη που κάπνιζε, Όπως και να 'χει οι παλιές αυτές ιστορίες δεν έχουν πια νόημα. Όταν ο Γιεγκόρ έμεινε πια μόνος του στο πατρικό του, τα πράγματα άλλάξαν.
Σημασία έχει πως η Νατάσσα ήταν τώρα ο καλύτερος (και μάλλον ο μοναδικός) φίλος του. Τα βράδια μιλούσαν μαζί κι η Νατάσσα φρόντιζε να τον παρηγορεί, να τον εμψυχώνει, και συχνά να του δίνει σημαντικές συμβουλές, ακόμα και επαγγελματικής φύσης. Από τότε που πέθανε η γριά μητέρα του, αυτή ήταν το μόνο του στήριγμα.
«Πολύ ωραία!» τον επιβράβευε η Νατάσσα κάθε βράδυ. «Πολύ καλά τα πήγες και σήμερα! Άλλη μια δύσκολη μέρα τέλειωσε, Γιεγκόρ. Γιατί δε παίρνεις μια κρύα σόδα απ' το ψυγείο; Σε λίγο αρχίζει το αγαπημένο σου πρόγραμμα στην τηλεόραση. Υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από τη χαλάρωση μετά τη δουλειά;»
«Δίκιο έχεις…» της έλεγε ο Γιεγκόρ σχεδόν υπνωτισμένος και πήγαινε να πάρει τη σόδα του.
***
«Σε θαυμάζω», του έλεγε ένα βράδυ. «Θαυμάζω πως καταφέρνεις και τα βγάζεις πέρα. Έχεις πραγματικά καταφέρει πολλά. Η δουλειά σου πάει περίφημα, ο τραπεζικός σου λογαριασμός γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος. Είσαι ασφαλής Γιεγκόρ.»
«Ασφαλής…»
«Ασφαλής και υγιής. Μεγάλη υπόθεση, ειδικά στις μέρες μας που είναι γεμάτες κινδύνους.»
«Ίσως», έκανε ο Γιεγκόρ και αναστέναξε. Κοίταξε για λίγο αόριστα έξω από το παράθυρο, στον γεμάτο σκιές δρόμο όπου λίγος κόσμος κυκλοφορούσε πια τέτοια ώρα. «Πλησιάζουν οι γιορτές», συνέχισε μετά κάπως διστακτικά. «Σκέφτομαι να φύγω λίγο από την πόλη. Να ξεσκάσω. Τι θα 'λεγες να σε πάρω μαζί μου;» Χαμογέλασε.
«Πως; Να φύγεις; Όχι, όχι, Γιεγκόρ. Δε θα 'σαι ασφαλής πια αν φύγεις. Οι αλλαγές πάντοτε κρύβουν κινδύνους. Όπως και τα ταξίδια. Μπορείς κι εδώ να ξεκουραστείς και θα 'σαι μια χαρά.»
Το πρόσωπο του Γιεγκόρ σκυθρώπιασε σαν την άκουγε.
«Μα δεν είναι το ίδιο, Νατάσσα. Δεν έχεις πεθυμήσει τον ουρανό; Τα δέντρα; Το ρυάκι του χωριού; Χρόνια έχω να τα δω. Θα μπορούσαμε να μείνουμε στον γερο-Μπόρις, τον μικρό αδερφό του παππού. Θυμάσαι το σπίτι του; Εκείνο που ήταν χτισμένο από ξύλο ελάτου.»
«Το να νοσταλγείς πράγματα άχρηστα, είναι ανούσιο, Γιεγκόρ. Δε κάθεσαι καλύτερα στ' αυγά σου λέω 'γω; Αρκετές σκοτούρες έχεις στο κεφάλι σου!»
«Μάλλον έχεις δίκιο…», είπε ο αυτός κάπως απογοητευμένος, και πήγε να γεμίσει ένα ποτηράκι ποτό πριν κοιμηθεί, προσπαθώντας συγχρόνως να πείσει τον εαυτό του ότι η Νατάσσα είχε δίκιο, όπως πάντοτε. Και όντως. Τι τα θέλει τα ταξίδια; Το σπίτι του είναι ζεστό και άνετο, θα μπορούσε να ξεκουραστεί εδώ τις γιορτές, βυθισμένος στην ακριβή του πολυθρόνα διαβάζοντας κάποιο βιβλίο με το τζάκι να τον ζεσταίνει.
Άνοιξε το ντουλάπι που φυλούσε τα ποτά και άδραξε το μπουκάλι του κονιάκ.
«Θυμήσου, Γιεγκόρ! Μόνο ένα ποτηράκι!» τσίριξε υστερικά η Νατάσσα μέσα από το κλειστό συρτάρι, όταν τον κατάλαβε. «Μόνο ένα!»
Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το μυαλό του πως ώρες ώρες η Νατάσσα ήταν μαζί του λίγο καταπιεστική. Όμως όχι, θα ήταν τουλάχιστον αχάριστο να σκέφτεται έτσι. Οι εύστοχες συμβουλές της ήταν αυτές που του χάριζαν πάντοτε ασφάλεια και επιτυχία, κι αυτό δε μπορούσε να το παραβλέψει. Δεν ήθελε ούτε να φαντάζεται πως θα καταντούσε χωρίς αυτήν. Ήπιε γρήγορα το ποτό του προσπαθώντας να διώξει τις μπερδεμένες σκέψεις του. Έπειτα, χαμογέλασε στον εαυτό του (το έκανε πάντα πριν πλαγιάσει) και ξεκίνησε για το τέλεια στρωμένο κρεβάτι του.
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε ανήσυχα και στριφογύριζε συνεχώς μπερδεύοντας τα παπλώματα. Άκουσε ήχους μέσα στο σκοτεινό του σπίτι. Τους άκουγε συχνά. Πότε ήταν ένα πιάτο που μετακινούταν απότομα με μια κλαγγή καθώς δεν ήταν καλά στοιβαγμένο, πότε η μισόκλειστη πόρτα της τουαλέτας που έτριζε. Αυτοί ήταν ήχοι που υποδήλωναν προβλήματα, που έδειχναν ότι δεν επικρατούσε παντού η απόλυτη τάξη, όπως θα έπρεπε. Επισήμαιναν πως κάτι έπρεπε να διορθωθεί. Κι επίσης, επιβεβαίωναν την αρχή της εντροπίας του σύμπαντος. Γι' αυτό και στον Γιεγκόρ δεν άρεζαν καθόλου οι ήχοι. Πίστευε πως η σιωπή είναι χρυσός, κι αυτός ίσως ήταν ο λόγος που δεν άκουγε ποτέ του μουσική.
Όμως κάποιες φορές υπήρχαν κι άλλοι ήχοι. Απροσδιόριστοι, αμυδροί. Λες και κάτι ζωντανό μετακινείται, σέρνεται σιγανά και ύπουλα. Τέτοιους ήχους θα προκαλούσε ένας λωποδύτης που έψαχνε το σπίτι περπατώντας στις μύτες, προσπαθώντας να μη ξυπνήσει το νοικοκύρη. Ακούγοντας κάτι τέτοιο, ο κύριος Γιεγκόρ θα καθόταν ακίνητος στο κρεβάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα, καρφωμένα στη χαραμάδα της πόρτας. Η ακοή του, θα ήταν σε τέτοια εγρήγορση, που θα μπορούσε να συλλάβει ακόμα και τον ψίθυρο του ίδιου του σκοταδιού που κυμάτιζε γιατί κάποιος κινήθηκε μέσα του. Τέτοιους ήχους άκουσε και τη νύχτα εκείνη. Και είδε πράματα παράξενα, που δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ή όχι όνειρα.
Αφουγκραζόταν προσεκτικά όταν άκουσε τελικά το σκοτάδι να σαλεύει. Κάτι κουνιόταν, κάτι ανέπνεε μέσα στο σπίτι του. Πρόσεξε αυτό το κάτι να γυαλίζει έξω από το δωμάτιό του, στο μισόφωτο του σαλονιού. Ταξίδευε αργά και προσεκτικά πάνω στο χαλί. Και πλησίαζε. Λίγες στιγμές μετά άκουγε τους σιγανούς μεταλλικούς θορύβους των βημάτων του πάνω στα πλακάκια, το είδε να μπαίνει στο υπνοδωμάτιό του. Ήταν η Νατάσσα. Πως στο καλό κατάφερε να βγει από το κουτάκι και το συρτάρι του; Μπορούσε να περπατήσει; Του το έκρυβε αυτό τόσα χρόνια;
Ο Γιεγκόρ κατάλαβε. Του είχε ξανασυμβεί. Ήταν μια περίεργη, παραισθησιακή κατάσταση ημι-ονείρου που βιώνεις ακριβώς τη στιγμή που είσαι έτοιμος να κοιμηθείς αλλά δεν έχεις παραδοθεί ακόμα τελείως στον ύπνο. Αν σηκωνόταν μονάχα, αν έτριβε τα μάτια του και άναβε το φως, θα συνερχόταν. Τόσο απλά.
Αν όμως ήταν όντως η Νατάσσα; Αν είχε όντως έρθει να ελέγξει αν κοιμάται; Τι θα 'λεγε αν τον έβλεπε να ξυπνάει και να περιφέρεται τέτοια ώρα; Θα θύμωνε. Ίσως έπαυε να του μιλάει, όπως είχε γίνει μια φορά και παλιότερα που δεν έβγαζε άχνα για πάνω από μια βδομάδα. Τότε, έναν βαρύ μοσχοβίτικο χειμώνα που ο Γιεγκόρ βγήκε μια βόλτα για να χαρεί το χιονισμένο τοπίο και τελικά άρπαξε ένα βαρύ κρυολόγημα. Η Νατάσσα είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει να βγει έξω στο κρύο, μα αυτός την είχε παρακούσει. Για πρώτη και τελευταία φορά.
Όχι, αποφάσισε πως δε θα σηκώνονταν, θα έκανε τον κοιμισμένο. Σφάλισε τα μάτια του όσο φυσικότερα μπορούσε. Εν τω μεταξύ η Νατάσσα είχε φτάσει δίπλα του. Έριξε μια κλεφτή ματιά ανοίγοντας αμυδρά το δεξί του μάτι και την είδε. Ήταν γιγαντιαία, τουλάχιστο μισό μέτρο ψηλή. Ο λαιμός της είχε μακρύνει αφύσικα, θυμίζοντας μια συνηθισμένη χελώνα που τεντώνεται για να λιαστεί, και το κεφάλι της βρισκόταν ακριβώς πάνω από τα σκεπάσματα. Βλέποντάς τα αυτά, ο άμοιρος ο κύριος Γιεγκόρ κόντεψε να τα χάσει και να προδοθεί. Συγκράτησε με κόπο την έκπληξή του και πάσχισε να ξαναδώσει φυσιολογικό ρυθμό στην αναπνοή του.
Η χελώνα στάθηκε ασάλευτη σαν σιωπηλό άγαλμα από πάνω του για αρκετά λεπτά. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι όλα πήγαιναν καλά, ότι ο αγαπημένος της Γιεγκόρ κοιμόταν ήσυχα όπως θα έπρεπε. Ο Γιεγκόρ ήταν πεπεισμένος πως αν η Νατάσσα είχε μάτια στο κακοφτιαγμένο μπρούτζινο κεφάλι της, αυτά θα ήταν καρφωμένα πάνω του, γιατί κατά κάποιο τρόπο ένιωθε μια υπερφυσική ματιά να τον αγγίζει.
Όταν τελικά η Νατάσσα αποφάσισε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, έστριψε αργά και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Οι μεταλλικοί ήχοι των βημάτων της στο δάπεδο ακούστηκαν ξανά. Περπατούσε με αργά, βαριά βήματα που γινόταν ολοένα γρηγορότερα κι ελαφρύτερα καθώς επέστρεφε σταδιακά στο αρχικό της μέγεθος, που δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα συνηθισμένο σταχτοδοχείο. Σε λίγο ο Γιεγκόρ άκουσε το αμυδρό γλίστρημα του συρταριού που έκλεινε. Έκλεισε κι αυτός τα μάτια του, και προσπάθησε να κοιμηθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ένιωσε σαν ένα μεγάλο, φοβισμένο μωρό. Κι ήθελε τη μαμά του.
***
Η επόμενη μέρα ήταν ψυχρή για απριλιάτικη, μα ηλιόλουστη και καθαρή, ή όσο καθαρή θα μπορούσε να είναι μια μέρα στη Μόσχα. Ο Γιεγκόρ όμως σηκώθηκε άυπνος, με βαρύ κεφάλι, κι έβαλε διπλή δόση καφέ στη κούπα του για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του.
Θυμόταν το συμβάν της νύχτας με κάθε λεπτομέρεια, μα θα προτιμούσε να το ξεχάσει τελείως. Θα μπορούσε επίσης να συνειδητοποιήσει επιτέλους ότι η πράξη αυτή της Νατάσσας ήταν απλώς δείγμα της αγάπης και του ενδιαφέροντός της. Το δεύτερο, εκτός από απολύτως λογικό, του φαινόταν και απείρως πιο εύκολο από το να προσπαθήσει να εξαπατήσει την ίδια του τη μνήμη. Όλα ήταν τελικά τόσο μα τόσο απλά. Η Νατάσσα ήταν φίλη του δεν ήθελε παρά μόνο να τον προστατέψει. Ίσως όταν έκανε ανήσυχο ύπνο και τα σεντόνια γινόταν ένα ιδρωμένο κουβάρι κάπου στα πόδια του, αυτή ερχόταν και τον σκέπαζε. Σ' αυτή τη σκέψη, ο Γιεγκόρ ένιωσε ένα μίγμα ευγνωμοσύνης και τρόμου καθώς έφερε στο μυαλό του την εικόνα της Νατάσσας να τεντώνει το λαιμό της από πάνω του.
Σύρθηκε νυσταγμένος μέχρι το σαλόνι και άφησε τον καφέ στο τραπεζάκι. Το κεφάλι του το ένιωθε γεμάτο σίδερα, που σε κάθε του κίνηση κροτάλιζαν ενοχλητικά. Γύρισε στη κουζίνα και πήρε μια ασπιρίνη. Αποφάσισε να μη πάει στη δουλειά σήμερα. Όχι πως δε μπορούσε να πάει πονοκεφαλιασμένος και άκεφος (κάτι που είχε γίνει πολλές φορές στο παρελθόν) αλλά δεν ήθελε να βασανίσει άλλο τον εαυτό του. Μετά απ' αυτό που έγινε τη νύχτα ήθελε να περάσει λίγη ώρα στην ησυχία, να ηρεμίσει, να σκεφτεί. Πήρε τηλέφωνο στο γραφείο και τα κανόνισε. Παρ' όλα αυτά δεν είπε κουβέντα στη Νατάσσα. Δεν άνοιξε καν το συρτάρι σήμερα για να την καλημερίσει, όπως συνήθιζε. Δεν ήθελε να τη δει, φοβούμενος μήπως αναστατωθεί και χάσει τα λόγια του μπροστά της. Έτσι, την άφησε για την ώρα στο κουτάκι της.
Άναψε το τζάκι, κι αφού το σκάλισε λίγο κι απόλαυσε τη ζεστασιά της φλόγας στο πρόσωπό του, βούλιαξε στην πολυθρόνα. Εκείνη τη στιγμή είχε σχεδόν χάσει κάθε του επιθυμία να ταξιδεύσει στην εξοχή, κάτι που τόσο λαχταρούσε τις προηγούμενες μέρες. Θα μπορούσε να μείνει εδώ χουζουρεύοντας για ώρες. Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα, σκέφτηκε, και άδραξε από συνήθεια το Επαυξημένο Εγχειρίδιο Χρήσης Μηχανολογικού Εξοπλισμού, που έστεκε ογκώδες και απειλητικό παραδίπλα. Μετά θυμήθηκε πως δεν ένιωθε και τόσο καλά για να μελετήσει, κι αρκέστηκε στην ξεκούραση, ρουφώντας που και πού τον καφέ του.
Λίγη ώρα αργότερα έκανε μεγαλύτερη προσπάθεια για να καταπνίξει τα χασμουρητά του, παρά για να σηκώσει τη κούπα του καφέ. Τότε άκουσε τη Νατάσσα να μιλά.
«Γιεγκόρ; Γιεγκόρ είσαι εκεί;»
Δεν της απάντησε. Κανονικά θα 'πρεπε να βρίσκεται στη δουλειά του τέτοια ώρα. Και δεν ενημέρωσε ούτε ζήτησε την άδεια της για να μείνει σπίτι. Σίγουρα θα του έβαζε τις φωνές. Άρχισε να νιώθει άβολα.
«Τι ζαβολιές ετοιμάζεις πάλι, Γιεγκόρ; Μη μου πείς ότι ακόμα δε σηκώθηκες από το κρεβάτι! Η δουλειά σου σε περιμένει!» φώναξε η Νατάσσα.
Ο Γιεγκόρ παρέμεινε σιωπηλός. Ίσως να τα χε και λίγο χαμένα την ώρα εκείνη. Ίσως και να φοβόταν.
Να φοβόταν; Ο Γιεγκόρ τραντάχτηκε ξαφνικά καθώς περνούσε από το μυαλό του αυτή η σκέψη. Φοβόταν; Αυτό ήταν τελικά; Φοβόταν τη Νατάσσα; Αλήθεια τη φοβόταν;
«Δε πρόκειται να κερδίσεις τίποτα έτσι κοπανατζή της συμφοράς.», είπε η χελώνα με κακία. «Ξέρω ότι είσαι εκεί. Σε βλέπω. Πάντα σε έβλεπα και ήξερα ανά πάσα στιγμή που βρίσκεσαι και τι κάνεις. Δε μπορείς να κρυφτείς από μένα. Και σήμερα είδα πως ήσουν άτακτος. Και ξέρεις τι συμβαίνει στα άτακτα παιδιά, Γιεγκόρ;»
«Τι;» κατάφερε να ψελλίσει μίζερα αυτός. Έτρεμε, κι ήταν έτοιμος να δακρύσει.
«Τιμωρούνται!»
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Γιεγκόρ ήταν να βρει κάποια δικαιολογία. Να της έλεγε πως ήταν άρρωστος ή τον πήρε απλώς ο ύπνος. Όμως κάτι τον έκανε ν' αλλάξει γνώμη. Ίσως και να 'ταν αυτό που συνέβη χθες νύχτα. Κάτι έκανε τον φόβο του να μετατραπεί ολότελα σε θυμό, κι έκανε την παθητικότητά να γίνει επιθετική δύναμη. Τότε συνέβη το ξέσπασμα, η έκρηξη, τότε αποφάσισε να εκδικηθεί για κάθε τιμωρία που του επέβαλαν, για κάθε καταπίεση που ανέχθηκε στη ζωή του. Ο Γιεγκόρ θα έκανε την επανάστασή του. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά, κι ας είχε πατήσει κιόλας τα σαράντα.
Το γραφείο τραντάχτηκε με θόρυβο. «ΓΙΕΓΚΟΡ!» ακούστηκε μακρόσυρτα μέσα από το συρτάρι, με φωνή βροντερή και βαριά λες κι ήταν η φωνή του σατανά όπως ακούγεται στις παλιές ταινίες. Το έπιπλο άρχισε να σείεται, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο βίαια σαν να γινόταν ισχυρός σεισμός. Τα συρτάρια άνοιγαν και ξέρναγαν το περιεχόμενό τους στο πάτωμα. Φασαρία.Χαλασμός!
Ο Γιεγκόρ τινάχτηκε μηχανικά από την πολυθρόνα και όρμησε σα λυσσασμένος στο συρτάρι που βρισκόταν η Νατάσσα, ταχύτατος παρά τη δυσκινησία και το βάρος του. Άρπαξε το κουτάκι της, πριν αυτή προλάβει να βγει, και το κράτησε σφιχτά με τα δυο χέρια. Το γραφείο σταμάτησε να σείεται, έπρεπε όμως τώρα να συγκρατήσει το κουτί που τινάζονταν από δω κι από 'κει μανιασμένα στην αγκαλιά του. Τα γυαλιά του έπεσαν κάπου στο πάτωμα. Το κουτί αγωνιζόταν ν' ανοίξει, μα ο Γιεγκόρ πάσχιζε να το κρατήσει κλειστό, με τον ίδιο ζήλο που θα κρατούσε κλειστό το στόμα ενός πεινασμένου κροκόδειλου. Εν τω μεταξύ η Νατάσσα εκτόξευε απειλές και κατηγορίες.
«Θα τιμωρηθείς Γιεγκόρ! Δεν έχεις το δικαίωμα να συμπεριφέρεσαι έτσι! Και σε ποιον; Σε μένα! Που χάρη σε μένα έγινες ότι έγινες! Αχάριστε! Ανάξιε!»
Ο Γιεγκόρ μέσα στη φούρια του δεν άκουγε τίποτα. Βρίσκοντας ένα σφυρί και μερικά καρφιά χυμένα στο σωρό των αντικειμένων στο πάτωμα, πάτησε κάτω το κουτί και άρχισε να το καρφώνει.
Όταν πια τέλειωσε, η Νατάσσα είχε σιωπήσει. Σήκωσε το κουτί από χάμω λαχανιασμένος και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του.
«Το βουλώσαμε τώρα, διαβολάκο;» είπε με μίσος, και εξέπληξε τον εαυτό του που μπορούσε να κάνει τη χροιά της φωνής του τόσο μοχθηρή. Χωρίς να περιμένει απάντηση, έφτασε στο τζάκι με δυο μεγάλες δρασκελιές και πέταξε το κουτί στις φλόγες. Φόρεσε το πανωφόρι του, άρπαξε την ταξιδιωτική βαλίτσα του, και ανοίγοντας την εξώπορτα για να φύγει από το σπίτι, άκουσε τις επιθανάτιες κραυγές της Νατάσσας που έλιωνε στη φωτιά.
***
Μια ώρα αργότερα στο σιδηροδρομικό σταθμό, κοιτούσε καρτερικά το ρολόι του περιμένοντας στην ουρά για να εκδώσει εισιτήριο για την επαρχία.
«Δέκα και εικοσιοκτώ», του είπε ο Ιβάν, το ρολόι χειρός. Ο Γιεγκόρ δε φάνηκε να εκπλήσσεται ούτε στο ελάχιστο ακούγοντάς το να μιλά. «Ξέρεις Γιεγκόρ, αυτό σημαίνει πως πέρασαν εξηντατέσσερα ολόκληρα λεπτά από τότε που έφυγες από το σπίτι, και έχεις ξεχάσει το τζάκι αναμμένο. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πας αμέσως πίσω και να το σβήσεις. Aν βέβαια δε θες να γίνει κανένα ατύχημα… Κι ύστερα, θα σε συμβούλευα να κάνεις ένα ζεστό, χαλαρωτικό μπάνιο και να πάρεις έναν υπνάκο», πρόσθεσε ο Ιβάν με την περίεργη, υπνωτιστική του φωνή.
[Κείμενο: "Μελδόκιος", Εικονογράφηση: "Βίκτωρας" – Τεύχος #01]