Στα μέρη που ζω δεν υπάρχουν θεοί
Πατρίδες ανθρώπων, ανθρώποι πατρίδων
Δεν υπάρχει ψυχή, παρά μόνο εγώ
Εγώ ο ακτήμονας ταξιδευτής
Φορές-φορές σε είδα και σένα
Που έπλεες μόνος με ένα δισάκι
Γεμάτο πράγματα ανείπωτα, νέα
Πράγματα που ως τότε δεν είπε κανείς
Σε είδα, θαρρώ, σ’ ένα λόφο
Χορτάρι απάτητο εκεί, κι εσύ
Με τις ιδέες, κι άλλος κανείς
Να σου κηρύξει όσα λες, λαθραία
Κι όσα έλεγες, φως- σκοτάδι οι πράξεις
Μα μου είπες πως μόλις βραδιάσει
Υπάρχει ελπίδα, γιατί και οι δυο
Το ξέρουμε, πως σε λίγο φωτίζει
Κι όταν φωτίσει, μου είπες, θαρρώ
Εκεί είναι νέα ζωή, νέος κόσμος
«φαντάσου» μου είπες, «τη γη αυτή
να μην την νιώθαμε μόνο εμείς»
«Είδες ποτέ σου αυγής μεσημέρι;
Είδες πρωί δίχως βράδυ ποτέ;
Το φως πάντα έρχεται από σκοτάδι
Αιώνες ο ήλιος σε τούτη η γη»
«Και συ», σε ρωτάω,» «τι κάνεις εκεί;
Εκεί ψηλά που όψη δεν φτάνει;»
«Τραβάω τον ήλιο να έρθεί στη γη,
μήπως και ζήσω να δω το φεγγάρι»
[Κείμενο: "Σχεδ-Ών'" – Τεύχος #01]